Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ / Τρία χρόνια στη Μακρόνησο / «Δεν θα ξεχάσω όσους αγάπησα και όσους με αγάπησαν»

Ν Ι Κ Ο Σ   Κ Ο Υ Ν Δ Ο Υ Ρ Ο Σ: Εμένα δε μου έκαναν τίποτα εκεί στη Μακρόνησο, μπροστά σε αυτά που έκαναν στους άλλους. Δεν μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και τους ανάγκασαν ύστερα να στραφούν εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεοκοπία του ανθρώπου. Κι αυτουνού που το συλλαμβάνει στο αρρωστημένο μυαλό του, και του αλλουνού που αναγκάζεται να το δεχθεί. Ο μεσαίωνας δεν το τόλμησε. Και το τόλμησαν αυτοί. Και είχαν το θράσος, και μάλιστα ένας πνευματικός άνθρωπος σαν τον Παναγιώτη τον Κανελλόπουλο, να πει πως «η Μακρόνησος ήταν ο καινούργιος Παρθενώνας της Ελλάδας». Φτου!

Μακρόνησος / Τάσος Κατράπας - Νίκος Κούνδουρος - Θανάσης Βέγγος

Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. «Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε» μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, εκεί που καθόμουνα και χάζευα και κοίταζα, πως ν' αρχίσω, μόνος τελείως, μ' ένα αντίσκηνο πεταμένο χάμου, μ' ένα σκεπάρνι και με πασσάλους, βλέπω μια σιλουέτα περίεργη, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος μέσα σ' αυτές τις φοβερές χλαίνες που μας δίνανε, τις βρώμικες, ξεσκισμένες, να καταφθάνει, κουβαλώντας πασσάλους, σανίδια από κιβώτια κι ένα σφυρί και δυο τρία κομμάτια ύφασμα.

Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο και μου λέει ξαφνικά: «Συναγωνιστή - ευλογημένη λέξη, που τελικά έχει γίνει ρετσινιά - συναγωνιστή, θα πεθάνεις. Το βράδυ κάνει κρύο. Βάλε την κουβέρτα σου πάνω στα σανίδια». Λέω: «Εσένα τι σε νοιάζει αν πεθάνω εγώ; Κι εσύ θα πεθάνεις». Ούτε γέλασε καν, ούτε και δε γέλασε. Πήρε τη διαλυμένη σκηνή κι άρχισε να τη στήνει μέσα στους πασσάλους της. Τον χάζευα, σκεφτόμουνα πως αυτός ή τρελός είναι ή άγιος. Τέλος πάντων, το ίδιο κάνει. Έκανα διάφορες σκέψεις, αφηρημένος και κουρασμένος, αλλά έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με το Βέγγο.

Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.
Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή τους'' με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος.

Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου - ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: «Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε». Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας.

Ο Νίκος Κούνδουρος οργανώθηκε στην Αντίσταση και στο ΕΑΜ. Σε στρατιωτική παρέλαση του 1949 αρνήθηκε να τραγουδήσει «Τι ζητάνε οι Βούλγαροι στη Μακεδονία; Ουστ
έξω Βουλγαριά» και έτσι βρέθηκε εξόριστος στη Μακρόνησο όπου και παρέμεινε μέχρι το 1952. Το 1953 μπαίνει στον χώρο του κινηματογράφου και ένα χρόνο αργότερα γυρίζει την πρώτη του ταινία.Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά οι γονείς του δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί σαν Αθηναίος. Τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μία πάνα, ώστε να γραφτεί στα δημοτολόγια του Αγίου Νικολάου της Κρήτης, στις 15 Δεκεμβρίου του 1926. Ήταν γιος του δικηγόρου και πολιτικού Ιωσήφ Κούνδουρου. Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρονήσο, λόγω των αριστερών φρονημάτων του. Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη «Μαγική Πόλη» (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά. Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο Ο «Δράκος» (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν «Οι παράνομοι»  (1958), «Το ποτάμι» (1959), «Μικρές Αφροδίτες» (1963), «Το πρόσωπο της Μέδουσας» (1967), «Τα τραγούδια της φωτιάς» (1974), «1922» (1978) κ.ά.
Εκτενή αφιερώματα στο LIFO

Επιμέλεια κειμένων Χρήστος Ζουλιάτης


Άφησα τελευταίο το «πόνημα» του Στέφανου Χίου, που είναι η επιτομή της χυδαιότητας, της κίτρινης και γκαιμπελίστικης δημοσιογραφίας, στην «Ελεύθερη Ώρα», στις 13/11/2013, για τον Νίκο Κούνδουρο και τον Πέτρο Κόκαλη.

«Καταγγελίες φωτιά για ''αγωνιστές του ΕΑΜ'' που έπνιξαν την Ελλάδα στο αίμα με λαϊκά δικαστήρια δολοφονώντας νοικοκύρηδες σαν ταγματασφαλίτες
Όλα στη φόρα για ''αντιστασιακούς της αριστεράς'' που τα ''γεράκια'' της CIA τους τίμησαν στην Αμερικάνικη πρεσβεία!
Αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας εν όψει των ''επετειακών'' εκδηλώσεων των αριστερών στο Πολυτεχνείο, επιχειρεί ο γνωστός επιχειρηματίας, Ιωάννης Θεοφανόπουλος, εγγονός του αλησμόνητου Πρύτανη του ΕΜΠ που εκτελέστηκε από αντάρτες του ΕΑΜ στην Αράχοβα κατά την διάρκεια των ''Δεκεμβριανών'' του 1944». 

Και αφού πλέκει το εγκώμιο του πατριώτη Ιωάννη Θεοφανόπουλου, γράφει μεταξύ άλλων πως «Στην διάρκεια της Κατοχής συνεργάσθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό και τον Άγγελο Έβερτ για την διάσωση με πλαστές ταυτότητες πολλών φοιτητών» και επειδή οι κατοχικές δυνάμεις εκτίμησαν το «έργο» του «Το 1939-1941 διετέλεσε αντιπρύτανης, το 1941-1943 πρύτανης και από το 1943 ως το θάνατό του προπρύτανης του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Τον Δεκέμβριο του 1944 απήχθη από την οικία του επί της οδού Φερρών από ''Ελασίτες'' που τον οδήγησαν με τα πόδια ξυπόλυτο να διασχίσει την χαράδρα της Κάζας στον Κιθαιρώνα μέσα στα χιόνια, με προορισμό την Λειβαδιά». 

Στη συνέχεια, λοιπόν, ο εγγονός Θεοφανόπουλος, βασιζόμενος σε μαρτυρίες τάχαμου, κατοίκων και απογόνους του εκλιπόντος πατριώτη, εννοεί τους χίτες και ταγματασφαλίτες, αναφέρει τις «ιστορικές αφηγήσεις» τους πως «πέρασε λαϊκό δικαστήριο από τον λόχο ''Λόρδος Βύρων'' υπό τον καπετάνιο Φαράκο και δύο εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής. Τον ιατρό Πέτρο Κόκκαλη και τον τότε φοιτητή και μετέπειτα διάσημο σκηνοθέτη, Νίκο Κούνδουρο».

Και ολοκληρώνει το «πόνημά» του γράφοντας «Ο πατέρας του διαπρεπή επιχειρηματία Σωκράτη Κόκκαλη, Πέτρος, δεν ζει για να μας απαντήσει....έχει τη δυνατότητα, όμως, να μας απαντήσει για τα εγκλήματα τους, ο κύριος Νίκος Κούνδουρος ο οποίος ζει και βασιλεύει. Ας επιστρατεύσει την μνήμη του βουτώντας την μέσα στο αίμα που χύθηκε…»


Είμαι σίγουρος πως, και τώρα ακόμα, αν δει το δημοσίευμα ο Νίκος Κούνδουρος, θα σηκωθεί απ΄τον τάφο του να τον φτύσει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου