Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

«Είμαι καλά»/Γράμμα του Μ.Λουντέμη στη μάνα του Κατράκη/Αλληλογραφία εξόριστων

Όταν λέμε, αλληλογραφία εξόριστων στην Μακρόνησο, εννοούμε ένα τυποποιημένο «Επιστολικόν Δελτάριον», όπου πάνω γράφονταν «ολίγαι λέξεις υπό την έννοιαν ότι ο αποστολεύς υγιαίνει», εν είδη τηλεγραφήματος, και συνήθως, όλοι έγραφαν «Είμαι πολύ καλά» ή πρόσθεταν και «το αυτό επιθυμούμε και δι υμάς», διαφορετικά το γράμμα, περνώντας από τη λογοκρισία, δεν έφτανε ποτέ στον παραλήπτη.


Ο Μενέλαος Λουντέμης έγραψε κάτι παραπάνω από το «Είμαι πολύ καλά», συνθέτοντας ένα ολόκληρο ποίημα που το απηύθυνε στη μάνα του. Πολλοί πιστεύουν, όπως ο δημοσιογράφος Φώτης Σιούμπουρας στο βιβλίο του «Ο δικός μας Μενέλαος Λουντέμης», πως το γράμμα δεν το έστειλε στη μάνα του, που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε, αλλά το απηύθυνε στη μάνα τού συνεξόριστου Μάνου Κατράκη, την Ειρήνη, που τη θεωρούσε μάνα ηρωίδα.

Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στο πλευρό του ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άι Στράτη, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μάνο Κατράκη, τον Θέμο Κορνάρο, τον Δημήτρη Φωτιάδη, τον Γιάννη Ιβριώτη και πολλούς άλλους.
Στα μαθητικά του χρόνια είχε στρατευθεί στην αριστερά και η πολιτική του δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας («απεσύρθη» από την τέταρτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου).
Σ’ αυτό το κολαστήριο της Μακρονήσου, οι αρχές στέλνουν τον Γενάρη του 1949 τον Μενέλαο Λουντέμη, μετά την Ικαρία. Φτάνει λιπόσαρκος, αδύναμος, έτοιμος να καταρρεύσει σωματικά. Διατηρεί, όμως, στο ακέραιο την πνευματική του υγεία και παρατηρεί με προσοχή τις αντιδράσεις και την ψυχολογία των συγκρατουμένων του, απλών στελεχών και ηγετών, εργατών και διανοουμένων και ανθρώπων του καθημερινού μόχθου.

Είμαι καλά, Μητερούλα … αυγή μου…
Σπεύδω να καλοπιάσω τον φόβο σου. Είμαι καλά.
Κάθομαι κάτω απ’ τον ίσκιο της λύπης μου,
κι αφήνω την πένα μου να κλάψει… Μάνα…
Τρεμούλα των χεριών…
Χρόνια που ξεφεύγεται απ’ την μπόλια… 
Στεναγμέ που μετράς τον μισεμό μου …
Είμαι καλά.

«Πρώτον, Σεβαστή μου …»
«Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω …» Και δεν ρωτώ τίποτα.
Εδώ δεν ρωτούν. Όλοι «Είναι καλά …»
Κι ας ανεμίζονται οι κρεμάλες πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Κι ας τρώει τα πόδια τους η ύαινα, η πίσσα.
Είμαι καλά.

«Πρώτον, Μητερούλα … Υγείαν έχω»
Και το στήθος μού φωνάζει σαν πρόβατο βραχνό.
Κι ο ραβδιστής μετράει την ώρα στα πλευρά μου.
«Πρώτον, Μητερούλα …» Μα συγχώρα με και σήμερα.
Συγχώρα με και σήμερα που δεν θα μάθεις την αλήθεια.
Η αλήθεια γέρασε και δεν ταξιδεύει.
Δεν περνά τη θάλασσα.
Η αλήθεια, Μανούλα, είναι βόλι. Και δεν θα την πω.
«Είμαι καλά».

Σήμερα κλείνω τα χίλια γράμματα. Μα ξέρω …
Πως έχεις χρόνους να πάρεις μήνυμά μου.
Μα συχώρα με. Συχώρα με, Μητέρα.
Για τα χίλια μονότονα «Είμαι καλά»
Τα χίλια μονότονα ψέματά μου.
Πήρα ξανά για να σου γράψω.
Έχω την κάρτα μου στα γόνατα.
Και τη χαϊδεύω σαν περίλυπο πουλί!
Το χέρι πια το γράφει μοναχό του
το μικρό, πικρό του, μάθημα:
«Είμαι καλά».
Ξέρω, αχ, Μητερούλα …
Ξέρω πως σου στέλνω κάθε μέρα
την ταχτική δόση της πίκρας μου. Ξέρω
πως τη χαϊδεύεις τούτη την ψευτιά μου …
Πως τη ραίνεις με δάκρυα και παραμιλάς. Ξέρω.
Μα δεν κάνει φτερά άλλη λέξη από ’δω …
«Είμαι καλά».

Μπορείς, ακριβή μου, να τη διαβάσεις και δίχως φως.
Δεν είναι καν ανάγκη να τη διαβάσεις.
Φτάνει μόνο να ’ρθει, να ακουστεί στην εξώπορτα …
η φωνή του ταχυδρόμου.
Τότε, Μανούλα, μπορεί και να μην είμαι καλά.
Μα εσύ να πιστέψεις τη γραφή μου
«Είμαι καλά».
Είμαι καλά … Αφού μπορώ και σέρνω το μολύβι.
Είμαι καλά … Αφού μπορώ και το ψελλίζω.
Είμαι καλά … Αφού αραδιάζω στο χαρτί,
«Είμαι καλά».

Αχ, να μπορούσα να ’χα έναν ουρανό
γεμάτο από ψεύτικα τέτοια πουλιά.
Και να τα ’χυνα στο διάστημα …
Για να ’ρχονται – κι όταν εγώ δεν θ’ ανασαίνω.
Να ’ρχονται και να ραμφίζουν το τζάμι του σπιτιού μας.
(Αυτό που κοιτάζει κατά τη θάλασσα)
Και να κελαηδούνε. Να κελαηδούνε σμήνη τις ψευτιές:
«Είμαι καλά».

Μανούλα εσύ… Εσύ που διαβάζεις με τα δάχτυλα.
Εσύ πού μιλάς τη γλώσσα των χεριών…
Ακούμπησε τα χείλη σου στο χαρτί
Έτσι όπως έβρισκες, σαν ήμουν παιδί, τον πυρετό μου…
Και διάβασε πάνω στ’ άγραφο χαρτί
Και διάβασε ολόισια απ’ την καρδιά μου:
Μάνα… Αχ… Μάνα, Μάνα…
Το κορμί που κανάκεψαν τα χέρια σου
έλιωσε σήμερα κάτω απ’ το λιθάρι.
Η φωνή που νανούριζε τον ύπνο σου
βέλαξε κατ’ απ’ το μαχαίρι.
Μα εσύ γέλα, ακριβή μου. Γέλα …
Πες πως ξύπνησες απ’ όνειρο κακό.
Και γέλα να τα διώξεις.
Γέλα, κι εγώ … ησύχασε, Μανούλα.
«Είμαι καλά»

Σήμερα μου χύσανε το φως μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Χτες κόψανε τα νύχια μου.
Τρόμοι μου πήραν τα φρένα μου. Είμαι καλά.
Είμαι καλά. Αύριο θα με σταυρώσουν.
Είμαι καλά. Είμαι καλά. Είμαι καλά…
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω πια μιλιά να το φωνάξω.
Είμαι καλά. Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω.
Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο.
Πάνω σ’ αυτόν τον ανεμόδαρτο γκρεμνό.
Σ’ αυτό το τρελό νεκροταφείο
πως όλοι οι νεκροί του
ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ

Απαγγελία: Χρήστος Ζουλιάτης με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη
********************
Επιστολή του Ναζίμ Χικμέτ στους εξόριστους
«Φίλοι κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιά της κόλασης, που σας κρατάν
αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του ελληνικού λαού, δεχθείτε την αγάπη και τον θαυμασμό μου.
Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας έχουν τους ίδιους εχθρούς: τον αγγλο-αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους ντόπιους λακέδες του. Οι λαοί της Τουρκίας και της Ελλάδας, φιλιωμένοι ο ένας με τον άλλο, με τη βοήθεια των φιλειρηνικών λαών όλου του κόσμου, θα τσακίσουν στο τέλος αυτούς τους εχθρούς τους. Αυτό το πιστεύω. Ο δικός σας ένδοξος αγώνας είναι μια απ’ τις πιο λαμπρές αποδείξεις, ότι θα νικήσει η υπόθεση της ειρήνης, του ψωμιού και της λευτεριάς.
Σας σφίγγω όλους μ’ αγάπη στην αγκαλιά μου».
Ναζίμ Χικμέτ (Βερολίνο 10/08/1951 )
(Το γράμμα αυτό μεταδόθηκε ραδιοφωνικά κατά τη διάρκεια της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη).




Απάντηση του Μ.Λουντέμη στον Ναζίμ Χικμέτ
Ναζίμ Χικμέτ, αρκαντάς. Συγκάτοικε της κόλασης.
Σ’ άκουσα που βόγκηξες εψές για την Ελλάδα.
Ήταν νύχτα ώρα πικρή. Κι ο βόγκος ακούμπησε στο στήθος μας.
Ήταν η ώρα που δέναμε τις πληγές μας.
Κι ανασηκώσαμε τον επίδεσμο για να σ’ ακούσουμε.
Να σ’ ακούσουμε – απ’ το μικρό μπουντρούμι της Σταμπούλ-
Να βογκάς μες σ’ όλα τα μπουντρούμια του κόσμου.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω.
Τώρα που μου στένεψαν τον κόσμο.
Τώρα που γεύτηκα της αλυσίδας τη σκουριά.
Τώρα, Ναζίμ, μπορώ να σου το πω:
Πως στο δεξί βραχιόλι της χειροπέδας μου
αισθάνομαι το χέρι το δικό σου.

Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου.
Μας έφτασε απρόσμενα το γράμμα σου εδώ χτες βράδυ.
Σαν ένα πουλί που έφυγε απ’ το κλουβί του.
Σαν ένα χέρι που ανέβηκε από τα κύματα.
Το διαβάσαμε, ριγώντας συλλαβιστά,
κάτω απ’ το γιαταγάνι του μισοφέγγαρου.
Και πήραμε τον όρκο:
Να σου κεντήσουμε στο ρούχο
τη στάμπα του Μακρονησιώτη.
Και να σε κράξουμε επίτιμο μάρτυρα και συντοπίτη μας.

Η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ, Ναζίμ.
Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα.
Και πάνω του σαλεύουμε ολόρθοι σκελετοί.
Πώς ήρθε και μας βρήκε το χαρτί σου;
Εδώ δεν άραξε άλλο τίποτε, ποτές 
παρά μονάχα οι δήμιοι κι οι βοριάδες.
Πώς βρήκε τη στράτα το χαρτί σου;
Αυτό που γίνηκε στον τόπο μου, αρκαντάς,
δεν εματάγινε ποτές, αλλού, στη σφαίρα,
κι ουδέ μιλιέται, ουδέ γροικιέται. 
Μοναχά τούτο σου λέω, Ναζίμ: Τα μωρά,
τα μωρά που δεν έκλαψαν ποτέ γι’ άλλον κανένα
παρά για τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τα μωρά έβαλαν από τις κούνιες τους το μοιρολόι,
για τα μεγάλα πάθη των γονιών τους.
Τούτο μονάχα σου λέω, αρκαντάς. Και θα ‘θελα να ξεφωνίσω.
Μα το κερί μου γέρνει στο σαμαντάνι το κεφάλι του,
και κλαίει για τον εαυτό του.

Τώρα καληνύχτα, Ναζίμ. Κι αύριο που θα φέξει,
Κι εγώ θα ξεντυθώ τα σίδερα, θα ‘ρθω να σε βρω.
Θα πάρω το βαπόρι της γραμμής
και θα ‘ρθω στη Σταμπούλ να σ’ ανταμώσω.
Και συ, θα δεις απ’ το κατάστρωμα το μαντήλι μου
και θ’ ανέβεις να με καλωσορίσεις.
Και τότε, θα πιαστούμε αδελφικά
και θα σεργιανίσουμε στα χώματα που γεννήθηκα.
Κι αν έχεις μάνα. Αν έχεις μάνα, αρκαντάς,
θα σκύψω να της φιλήσω το χέρι,
που ‘φερε στη ζωή τον αδελφό που μου ‘λειπε.
Κι αν έχεις αδελφό,
θα του ζητήσω να μου δανείσει τ’ όνομά του.
Κι αν έχεις γιο.
θα βάλω στη χούφτα του το χέρι της κορούλας μου.
Κι αν δεν έχεις τίποτα ...
αν δεν έχεις τίποτα, αρκαντάς, τίποτα.
Τότες θα σου δείξω τα Τουρκάκια.
που ιδρώνουν στο μουράγιο
Μ’ έναν ίδρο συγγενικό.
Τις μητέρες που ανεβαίνουν λυπημένες τον ανήφορο.
Τα παιδάκια που ξυλιάζουν έξω απ’ τις βιτρίνες.
Θα σου δείξω τις χιλιάδες μητέρες, τους αδελφούς 
και τα παιδιά μας.

Και θα δώσουμε μαζί τον όρκο της Ακοίμητης Οργής:
Πως δεν θα γελάσουμε ποτές, αν δεν γελάσουνε μαζί μας.
Πως δεν θα τραγουδήσουμε ποτές,
αν δεν τελειώσουνε τα δάκρυα του κόσμου.
Μα τώρα, συχώρα με, αρκαντάς. Σιμώνει ο σκοπός.
Και το κερί μου πέθανε στην πέτρα του. Ψηλά η ζωή!
Σε χαιρετώ με την ιαχή της Μακρόνησος.

Ο αδελφός σου Μενέλαος Λουντέμης.




*********************

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου